λέπρα — λέπρᾱ , λέπρα leprosy fem nom/voc/acc dual λέπρᾱ , λέπρα leprosy fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) λέπρᾱ , λεπράω have pres imperat act 2nd sg λέπρᾱ , λεπράω have imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπρᾳ — λέπραι , λέπρα leprosy fem nom/voc pl λέπρᾱͅ , λέπρα leprosy fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρά — λεπράς rough fem voc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc pl λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc/acc dual λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπρα — η (AM λέπρα) [λεπρός] χρόνια λοιμώδης νόσος η οποία οφείλεται στο οξεάντοχο βακτηρίδιο τού Χάνσεν νεοελλ. μτφ. κάθε ελάττωμα ή κακό που διαδίδεται γρήγορα και θεωρείται ανεπανόρθωτο … Dictionary of Greek
λέπρα — η χρόνια μολυσματική ασθένεια του δέρματος και των νεύρων: Σε παλιότερες εποχές πολλοί προσβάλλονταν από λέπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
λέπραν — λέπρᾱν , λέπρα leprosy fem acc sg (attic doric ionic aeolic) λέπρᾱν , λεπράω have imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λέπρᾱν , λεπράω have imperf ind act 1st sg (doric aeolic) λέπρᾱν , λεπράω have imperf ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπρας — λέπρᾱς , λέπρα leprosy fem acc pl λέπρᾱς , λέπρα leprosy fem gen sg (attic doric ionic aeolic) λέπρᾱς , λεπράω have pres ind act 2nd sg (attic) λέπρᾱς , λεπράω have imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπραι — λέπρα leprosy fem nom/voc pl λέπρᾱͅ , λέπρα leprosy fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπρᾶν — λέπρα leprosy fem gen pl (doric ionic aeolic) λεπράω have pres part act masc voc sg (doric aeolic) λεπράω have pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λεπράω have pres part act masc nom sg (doric aeolic) λεπρᾶ̱ν , λεπράω have pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)